- τίφυον
- τίφυον, τό,A autumn squill, Scilla autumnalis, Thphr.HP7.13.7 (τό τ' ἴφυον cj. Wimmer), CP1.10.5 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τίφυον — autumn squill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίφυον — τὸ, Α ποώδες διακοσμητικό φυτό από το οποίο κατασκεύαζαν ανθοδέσμες και στεφάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. τῖφος* «έλος»] … Dictionary of Greek
τίφυα — τίφυον autumn squill neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)